παρέμμεναι
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
Ep. inf. of πάρειμι (εἰμί sum).
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de πάρειμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέμμεναι inf. praes. van 1. πάρειμι.
Russian (Dvoretsky)
παρέμμεναι: эп. inf. к πάρειμι I.
Greek (Liddell-Scott)
παρέμμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ πάρειμι (εἰμί).
English (Autenrieth)
see πάρειμ Od. 9.1.
Greek Monotonic
παρέμμεναι: Επικ. αντί -εἶναι, απαρ. του πάρειμι (εἰμί, Λατ. sum).