περιειλίσσω
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
A v. περιελίσσω.
German (Pape)
[Seite 573] ion. statt περιελίσσω; Her. 8, 128; auch Plat. Prot. 342, ἱμάντας περιειλίττονται, v. l. περιελ.
Greek (Liddell-Scott)
περιειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ περιελίσσω.
Greek Monolingual
Α
βλ. περιελίσσω.
Greek Monotonic
περιειλίσσω: Ιων. αντί περι-ελίσσω.
Russian (Dvoretsky)
περιειλίσσω: ион. = περιελίσσω.