περίπλικτος

From LSJ
Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλικτος Medium diacritics: περίπλικτος Low diacritics: περίπλικτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: perípliktos Transliteration B: peripliktos Transliteration C: peripliktos Beta Code: peri/pliktos

English (LSJ)

ον,

   A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
var. de περίπλεκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.

Greek Monotonic

περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίπλικτος: Theocr. v. l. = περίπλεκτος.