περίφαντος

Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A = περιφανής : metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.).    II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.

Greek (Liddell-Scott)

περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφαίνομαι
1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος
2. επιφανής, ονομαστός.

Greek Monotonic

περίφαντος: -ον, I. = περιφανὴς περίφαντος θανεῖται, θα πεθάνει μπροστά σε όλους, σε Σοφ.
II. φημισμένος, ονομαστός, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφαντος -ον [περιφαίνω] duidelijk zichtbaar:. περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται voor iedereen zichtbaar zal de man sterven Soph. Ai. 229. beroemd:. πᾶσιν περίφαντος αἰεί beroemd bij iedereen voor altijd Soph. Ai. 599.

Russian (Dvoretsky)

περίφαντος: 1) видимый отовсюду, открытый взорам (τύμβος Anth.);
2) явный, очевидный: π. ἁνὴρ θανεῖται Soph. муж этот явно умрет;
3) славный, знаменитый (Σαλαμίς Soph.).