πολυδημώδης

From LSJ
Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδημώδης Medium diacritics: πολυδημώδης Low diacritics: πολυδημώδης Capitals: ΠΟΛΥΔΗΜΩΔΗΣ
Transliteration A: polydēmṓdēs Transliteration B: polydēmōdēs Transliteration C: polydimodis Beta Code: poludhmw/dhs

English (LSJ)

ες, = foreg., D.L.7.14.

German (Pape)

[Seite 661] ες, = πολύδημος, D. L. 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδημώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14.

Greek Monolingual

-ες, Α πολύδημος
1. πολύδημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες
πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.).

Russian (Dvoretsky)

πολυδημώδης: весьма густо населенный, многолюдный Diog. L.