πολυδημώδης
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ες, = foreg., D.L.7.14.
German (Pape)
[Seite 661] ες, = πολύδημος, D. L. 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδημώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14.
Greek Monolingual
-ες, Α πολύδημος
1. πολύδημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες
πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.).
Russian (Dvoretsky)
πολυδημώδης: весьма густо населенный, многолюдный Diog. L.