πόσι

From LSJ
Revision as of 02:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

το, Ν
κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί.

Russian (Dvoretsky)

πόσι: ион. Her. dat. к πόσις I.