προσπατταλεύω
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
German (Pape)
[Seite 776] att. statt προσπασσαλεύω.
French (Bailly abrégé)
att. c. προσπασσαλεύω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. προσπασσαλεύω.
Russian (Dvoretsky)
προσπαττᾰλεύω: атт. = προσπασσαλεύω.