προὔκειτο

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.

Greek Monotonic

προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.

Russian (Dvoretsky)

προὔκειτο: (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к πρόκειμαι.