σεσαρώς

From LSJ
Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.

Russian (Dvoretsky)

σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.