Σπάρτηθεν

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
de Sparte.
Étymologie: Σπάρτη, -θεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από τη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λιβύη-θεν)].

Russian (Dvoretsky)

Σπάρτηθεν: adv. из Спарты Hom.