Σπάρτηθεν
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
adv.
de Sparte.
Étymologie: Σπάρτη, -θεν.
Α
επίρρ. από τη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λιβύη-θεν)].
Σπάρτηθεν: adv. из Спарты Hom.