ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
inf. ao.2 Pass. de στέλλω.
στᾰλῆναι: απαρ. Παθ. αορ. βʹ του στέλλω.
σταλῆναι: inf. aor. 2 pass. к στέλλω.