στελγίς
From LSJ
German (Pape)
[Seite 933] ίδος, ἡ, = dem gew. στλεγγίς, χρυσῆ Pol. 26, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
στελγίς: -ίδος, (καὶ κατὰ τὸν Ἡσύχ. -εως), ἡ, = τῷ συνήθ. στλεγγίς, Πολύβ. 26. 7, 10, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. στλεγγίς.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
στελγίς: ίδος ἡ Polyb. = στλεγγίς.