συγκρημνίζω

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρημνίζω Medium diacritics: συγκρημνίζω Low diacritics: συγκρημνίζω Capitals: ΣΥΓΚΡΗΜΝΙΖΩ
Transliteration A: synkrēmnízō Transliteration B: synkrēmnizō Transliteration C: sygkrimnizo Beta Code: sugkrhmni/zw

English (LSJ)

   A throw down a precipice together, Plb.8.32.7.

German (Pape)

[Seite 969] mit, zugleich, zusammen herunterstürzen, Pol. 8, 34, 7.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρημνίζω: κατακρημνίζω ὁμοῦ, Πολύβ. 8. 34, 7.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].

Russian (Dvoretsky)

συγκρημνίζω: свергать, сбрасывать, pass. проваливаться, падать Polyb.