συνεξαριθμέω
From LSJ
English (LSJ)
A reckon in or besides, Inscr.Délos 372 A 107 (iii/ii B.C.):—Pass., ἔν τισι D.S. 15.53, J.BJ3.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰριθμέω: καταριθμῶ ὁμοῦ, ἐν οἷς ἦν καὶ ὁ Ἐπαμεινώνδας συνεξαριθμούμενος Διόδ. 14. 53, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 4, 2.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰριθμέω: сопричислять, включать (в число) (ἔν τισι Diod.).