συναλοάω

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. aor. -ηλοίησα:—

   A thresh out together, trample in pieces (by oxen), Heraclid. ap. Ath.12.524a.    2 grind to powder, crush, Hippon. in PSI9.1089.4, Theoc.22.128, Plu.Marc.15, Opp.C. 1.268, Q.S.11.472, etc.

German (Pape)

[Seite 999] poet. συναλοιάω, mit od. zusammen dreschen, zerschlagen; συνηλοίησε παρήϊα, Theocr. 22, 128; Opp. Cyn. 1, 268.

Greek (Liddell-Scott)

συναλοάω: Ἐπικ. ἀόρ. -ηλοίησα· ― ἁλωνίζω ὁμοῦ, συντρίβω, κατασυντρίβω (διὰ βοῶν), Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 524Α. 2) κατασυντρίβω, μέχρι συνηλοίησε παρήια Θεόκρ. 22. 128, Κόϊντ. Σμ. 11. 472, Ὀππ. Κυν. 1. 268, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
déchirer.
Étymologie: σύν, ἀλοάω.

Greek Monotonic

συνᾰλοάω: αόρ. αʹ -ηλοίησα, αλωνίζω μαζί, αλέθω σε σκόνη, συντρίβω, θρυμματίζω, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλοάω verpulveren. Theocr. Id. 22.128.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰλοάω: (эп. aor. συνηλοίησα)
1) сокрушать, разбивать (τὴν βάσιν τῆς μηχανῆς Plut.);
2) разрывать (παρήϊα Theocr.).