συνώμοτον
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
ου (τό) :
alliance jurée, confédération, ligue.
Étymologie: συνόμνυμι.
συνώμοτον: τό союз, заговор Thuc.