τετράκνημος

Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A fourspoked, Pherecyd.51(b) J.; Dor. τετράκναμος, δεσμός, of Ixion's wheel, Pi.P.2.40; ἴυγξ the wryneck tied on the four-spoked wheel, ib.4.214.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre rayons.
Étymologie: τέσσαρες, κνήμη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τετράκναμος, -ον, Α
(για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτά-κνημος].

Russian (Dvoretsky)

τετράκνημος: дор. τετράκνᾱμος 2 κνημία
1) с четырьмя спицами: δεσμὸς τ. Pind. узы с четырьмя спицами (о колесе Иксиона);
2) привязанный к колесу с четырьмя спицами (ἴυγξ Pind.).