Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράκνημος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκνημος Medium diacritics: τετράκνημος Low diacritics: τετράκνημος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: tetráknēmos Transliteration B: tetraknēmos Transliteration C: tetraknimos Beta Code: tetra/knhmos

English (LSJ)

τετράκνημον, fourspoked, Pherecyd.51(b) J.; Dor. τετράκναμος, δεσμός, of Ixion's wheel, Pi.P.2.40; ἴυγξ the wryneck tied on the four-spoked wheel, ib.4.214.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre rayons.
Étymologie: τέσσαρες, κνήμη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τετράκναμος, -ον, Α
(για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτάκνημος].

Russian (Dvoretsky)

τετράκνημος: дор. τετράκνᾱμος 2 κνημία
1 с четырьмя спицами: δεσμὸς τ. Pind. узы с четырьмя спицами (о колесе Иксиона);
2 привязанный к колесу с четырьмя спицами (ἴυγξ Pind.).