τετράκνημος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
τετράκνημον, fourspoked, Pherecyd.51(b) J.; Dor. τετράκναμος, δεσμός, of Ixion's wheel, Pi.P.2.40; ἴυγξ the wryneck tied on the four-spoked wheel, ib.4.214.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre rayons.
Étymologie: τέσσαρες, κνήμη.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τετράκναμος, -ον, Α
(για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτάκνημος].
Russian (Dvoretsky)
τετράκνημος: дор. τετράκνᾱμος 2 κνημία
1 с четырьмя спицами: δεσμὸς τ. Pind. узы с четырьмя спицами (о колесе Иксиона);
2 привязанный к колесу с четырьмя спицами (ἴυγξ Pind.).