Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράκναμος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκναμος Medium diacritics: τετράκναμος Low diacritics: τετράκναμος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΝΑΜΟΣ
Transliteration A: tetráknamos Transliteration B: tetraknamos Transliteration C: tetraknamos Beta Code: tetra/knamos

English (LSJ)

Doric for τετράκνημος.

German (Pape)

[Seite 1097] dor. statt τετράκνημος, mit vier Speichen, daran befestigt; δεσμός, Pind. P. 2, 40; ἴϋγξ, 4, 214.

French (Bailly abrégé)

dor. c. τετράκνημος.

Russian (Dvoretsky)

τετράκνᾱμος: дор. = τετράκνημος.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκνᾱμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τετράκνημος, ὁ ἔχων τέσσαρας κνήμας ἢ ἀκτῖνας, Φερεκύδ. 103· δεσμὸς τετρ., ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ Ἰξίονος, Πινδ. Π. 2. 73· ἶυγξ τετρ., τὸ ὄρνεον ἶυγξ προσδεδεμένον ἐπὶ τετρακνήμου τροχοῦ, αὐτόθι 4. 382.

English (Slater)

τετράκνᾱμος with four spokes τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν (of the wheel to which Ixion was bound.) (P. 2.40) ποικίλαν ἴυγγα τετράκναμον ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ (pr. to the four spokes ) (P. 4.214)

Greek Monotonic

τετράκνᾱμος: -ον, Δωρ. αντί τετράκνημος, αυτός που έχει τέσσερις ακτίνες, λέγεται για τη ρόδα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

τετρά-κνᾱμος, ον, [doric for τετρακνημος]
four-spoked, of a wheel, Pind.