τίλαι

From LSJ
Revision as of 04:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

German (Pape)

[Seite 1113] αἱ, das Zerrupfte, Flocken, flockenartig in der Luft herumfliegende Kärperchen, wie Sonnenstäubchen, Plut. Symp. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

τίλαι: -αἱ, μικρὰ ψήγματα καὶ θραύματα, «ὑπὸ τοῦ ἡλίου λέγοντα (δηλ. τὸν Ἀναξαγόραν) κινεῖσθαι τὸν ἀέρα κίνησιν τρομώδη καὶ παλμοὺς ἔχουσαν, ὡς δῆλόν ἐστιν διὰ τοῦ φωτὸς ἀεὶ διᾴττουσι ψήγμασι μικροῖς καὶ θραύμασιν, ἃ δή τινες τίλας καλοῦσι» Πλούτ. 2. 722A· πρβλ. τίλος.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
petits flocons de laine, duvet, peluche.
Étymologie: τίλλω.

Russian (Dvoretsky)

τίλαι: ῶν αἱ пушинки, пылинки, соринки Plut.