τολμῇς

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 1126] ῆσσα, ῆν, poet. zsgz. statt τολμήεις; davon superl., ὦ κακῶν κάκιστε καὶ τολμήστατε, Soph. Phil. 972, wo τολμίστατε f. L.

Greek Monotonic

τολμῇς: συνηρ. αντί τολμήεις.

Russian (Dvoretsky)

τολμῇς: ῇσσα, ῇν стяж. к τολμήεις.