τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple
ων (οἱ) :
les Phéaciens, peuple myth. de l’île de Σχερία.
Étymologie: DELG φαιός.
οι, NMA
βλ. Φαίαξ.
Φαίᾱκες: эп. Φαίηκες οἱ (dat. Φαίηξιν и Φαιήκεσσι) феаки (народ, населявший о-в Σχερία) Hom. etc.