ἀπτερέως
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Adv., (ἀ-, =
A smṃ-, πτερόν) quickly, swiftly, Hes.Fr.96.46, Parm.1.17, A.R.4.1765. (Expld. as = αἰφνιδίως by Hdn.Gr.2.230; cf. ἄπτερος III, ἀπτέρωτος II.)