χυτικός

From LSJ
Revision as of 06:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠτικός Medium diacritics: χυτικός Low diacritics: χυτικός Capitals: ΧΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chytikós Transliteration B: chytikos Transliteration C: chytikos Beta Code: xutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χέω)

   A having a dissolving power, Arist.Pr.863a6, Gal.11.711.

German (Pape)

[Seite 1385] zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

χῠτικός: -ή, -όν, (χέω) ὁ ἔχων διαλυτικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 30, Γαλην. τ. 13, σ. 115.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -τικός].

Russian (Dvoretsky)

χῠτικός: χυτός I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος ἀρετή Arst.).