ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
see κέλομαι.
κέκλετο: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του κέλομαι.
κέκλετο ep. indic. aor. med. 3 sing. van κέλομαι.