κενοφωνία

Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A vain talking, Dsc.Praef. 2: in pl., 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.

English (Strong)

from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.

Greek Monolingual

κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.

Greek Monotonic

κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κενοφωνία: ἡ pl. пустословие NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.