Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de κραίνω;
pl. de κρήνη.
Greek Monotonic
κρῆναι: Ιων. αντί κρᾶναι, απαρ. αορ. αʹ του κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
κρῆναι: эп. inf. aor. 1 к κραίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρῆναι inf. aor. van κραίνω.