περιδώμεθον
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
Greek (Liddell-Scott)
περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 duel de περιδίδομαι.
English (Autenrieth)
see περιδίδωμι.
Greek Monotonic
περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδώμεθον ep. conj. aor. med. 1 plur. van περιδίδομαι.