πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
inf. ao. de πετάννυμι.
πετάσαι: inf. aor. к πετάννυμι.
πετάσαι inf. aor. act. van πετάννυμι.