προαρπάζω
English (LSJ)
A snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.
German (Pape)
[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.
French (Bailly abrégé)
enlever d’avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προαρπάζω: μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ., προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων, προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προαρπάζω: 1) раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.);
2) предвосхищать (τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αρπάζω tevoren wegnemen, weggrissen:; προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα als een havik het lekkers weggrissend Luc. 25.54; overdr..; προαρπάζειν ἀλλήλων τὰ λεγόμενα elkaar de woorden uit de mond nemen Plat. Grg. 454c; uitbr.: τὴν ἐπ ’ ἐκεῖνον φερομένην πληγὴν προαρπάσας τῷ ἑαυτοῦ σώματι met het eigen lichaam de klap die op (zijn vriend) gericht was opvangend Luc. 57.6.