προτρέχω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
aor.
A προὔδρᾰμον Antipho 3.2.8, X.An.1.5.2:—run forward or forth, Il.cc.; ἀπὸ τοῦ δένδρου δύο βήματα X.An.4.7.10; [ἕλμινθες] τῷ στομάχῳ προτρέχουσαι Herod.Med. ap. Aët.9.37.
II run in advance of, outrun, στάδια πέντε τῶν ὁπλιτῶν X.An.5.2.4; πολλοῖς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας Isoc.1.41; π. τὰ κοπριζόμενα τῶν ἀκόπρων Thphr. HP 8.7.7.
III ἡ προτρέχουσα εἰκασία the foregoing simile, Heraclit.All.5.
German (Pape)
[Seite 793] (s. τρέχω), vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 9; überholen, zuvorkommen, προδραμόντες στάδια πέντε τῶν ὁπλιτῶν, 5, 2, 4; ἡ γλῶσσα προτρέχει τῆς διανοίας, Isocr. 1, 41; u. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. προδραμοῦμαι, ao.2 προὔδραμον, etc.
1 courir en avant;
2 devancer en courant, gén. ; fig. courir plus vite que, gén..
Étymologie: πρό, τρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τρέχω naar voren rennen; voor... uit lopen, met gen.: προδραμόντες στάδια πέντε ἢ ἓξ τῶν ὁπλιτῶν vijf of zes stadia voor de hoplieten uit lopend Xen. An. 5.2.4.
Russian (Dvoretsky)
προτρέχω: (fut. προδρᾰμοῦμαι, aor. προὔδρᾰμον)
1 (тж. π. εἰς τὸ ἔμπροσθεν NT) бежать вперед: προδραμόντες ἕστασαν Xen. пробежав (известное расстояние), они останавливались;
2 опережать, обгонять: προδραμεῖν στάδια πέντε ἢ ἕξ τινος Xen. обогнать кого-л. на пять-шесть стадиев.
English (Strong)
from πρό and τρέχω (including its alternate); to run forward, i.e. outstrip, precede: outrun, run before.
English (Thayer)
2nd aorist προεδραμον; to run before, to outrun: ἔμπροσθεν added, i. e. ahead, in advance (R. V. 'to run on before'), cf. Winer's Grammar, 603 (561); (Buttmann, § 151,27), ἔμπροσθεν with the genitive of a person Tobit 11 (Xenophon, Isocrates, Theophrastus, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ τρέχω
1. τρέχω μπροστά από κάποιον άλλο
2. τρέχω πριν από κάποιον άλλο, τον ξεπερνώ στο τρέξιμο
(«πολλοῖς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας» — σε πολλούς η γλώσσα τρέχει πιο μπροστά από το μυαλό τους, Ισοκρ.)
νεοελλ.
μτφ. βγάζω συμπεράσματα πιο γρήγορα από ο, τι πρέπει
αρχ.
φρ. «προτρέχουσα εἰκασία» — εικασία που προβλέπει.
Greek Monotonic
προτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ προὔδραμον·
I. τρέχω προς τα εμπρός, σε Ξεν.
II. τρέχω πριν από κάποιον, προπορεύομαι, ξεπερνώ, τινός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. προὔδρᾰμον· ― τρέχω πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀντιφῶν 122. 1· οἱ ὄνοι προδραμόντες ἔστασσαν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· προέτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου δύο βήματα αὐτόθι 4. 7, 10. ΙΙ. τρέχω πρὸ ἄλλου τινός, τινὸς αὐτόθι 5. 2, 4· πολλοῖς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας Ἰσοκρ. 11Α· καὶ ἡ κόπρος δὲ μεγάλα βοηθεῖ τῷ διαθερμαίνειν καὶ συμπέττειν· προτρέχει γὰρ τὰ κοπριζόμενα τῶν ἀκόπρων, ὡριμάζουσι ταχύτερον τῶν ἀκόπρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 7.
Middle Liddell
fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 προὔδρᾰμον
I. to run forward, Xen.
II. to run before, outrun, τινός Xen.
Chinese
原文音譯:protršcw 普羅-特雷何
詞類次數:動詞(2)
原文字根:以前-跑
字義溯源:跑在前面,跑得較快,跑,往前跑;由(πρό)*=前)與(τρέχω)*=跑)組成
出現次數:總共(2);路(1);約(1)
譯字彙編:
1) 跑的(1) 約20:4;
2) 往前跑(1) 路19:4