προσδέκομαι

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek (Liddell-Scott)

προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προσδέχομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδέκομαι zie προσδέχομαι.