πρόσληψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A taking in addition, λόγου Pl.Tht.210a, cf. Hermog.Id.1.11; ἀορίστου ib.2.6, Aristid.Rh.1pp.473,534S.; τοῦ ἄρθρου, τοῦ ῑ, A.D.Synt.170.3, Pron.87.13. 2 acquisition, δυνάμεως, τοῦ εὐδαίμονος, J.AJ17.1.2, 18.9.6; μείζονος τιμῆς Anon.Trop.23. b rise in rank by acquisition of catoecic land, προσλήψεως στέφανος PTeb.61 (b).254 (ii B.C.). 3 enrolment, εἰς τὸ ταγματικόν PTheb.Bank8.4 (ii B.C.). II additional assumption, διὰ προσλήψεως Arist.APr.58b9 (dub.); κατὰ πρόσληψιν Thphr. ap. Alex.Aphr. in APr.378.14, Phlp. in APr.416.24; ἐνθύμημα γίνεται . . κατὰ πρόσληψιν Aps.Rh.p.288 H.: specifically, π., ἡ, minor premiss, Crinis Stoic.3.269, Plu.2.387c, A.D.Conj.250.21, S.E. P.2.149, D.L.7.82; ἐν προσλήψει A.D.Conj.250.18.
German (Pape)
[Seite 772] ἡ, 1) das Dazunehmen, λόγου, Plat. Theaet. 210 a. – 2) im Syllogismus der zweite, zum Vordersatz hinzugenommene Satz, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; assumptio, Cic. de divin. 2, 53; D. L. 7, 82.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσληψις: ἡ, τὸ προσλαμβανόμενον, ὑπόθεσις, Πλάτ. Θεαίτ. 210Α, Γραμμ. 2) ἡ ἐλάσσων πρότασις τοῦ συλλογισμοῦ, Λατ. assumption, Πλούτ. 2. 386C, Διογ. Λ. 7. 82· πρβλ. Orelli Cic. Divin. 2. 53· τοῦτο ἐκλήθη κατὰ πρόσληψιν πρῶτον ὑπὸ Θεοφρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 189b. 43· περὶ τοῦ ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 2. 5, 13, «διὰ προσλήψεως δ’ ἔστιν» ἴδε Waiz Orig. 1. 495.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
t. de log. assomption ou mineure d’un raisonnement.
Étymologie: προσλαμβάνω.
English (Strong)
from προσλαμβάνω; admission: receiving.
English (Thayer)
(L T Tr WH πρόσλημψις, see Mu), προσληψεως, ἡ (προσλαμβάνω), Vulg. assumptio, a receiving: τίνος, into the kingdom of God, Plato, others.))
Russian (Dvoretsky)
πρόσληψις: εως ἡ1) присоединение, добавление (λόγου Plat.);
2) принятие (в свой состав), допущение NT;
3) лог. допущение, т. е. меньшая посылка Arst., Plut., Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσληψις -εως, ἡ [προσλαμβάνω] toevoeging.