παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Source
Greek (Liddell-Scott)
σαώσω: μέλλ. τοῦ σαόω.
French (Bailly abrégé)
fut. Act. de σαόω.
Greek Monotonic
σαώσω: μέλ. του σαόω· Επικ. απαρ. σαωσέμεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαώσω ep. fut. act., zie σῴζω.