ἀμουργός

Revision as of 14:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")

English (LSJ)

όν,

   A v.l. for ἀμοργός (A) 1.2.

German (Pape)

[Seite 128] Emped. 276 bei Arist. de sens. 2 ἅψας παντοίων ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμουργούς, v. l. ἀμοργούς, welche Alex. Aphrod. u. Arist. a. a. O. von ἀπερύκειν ableitet, Sturz ἀπείργειν, was die Winde abhält; Schneider ecl. phys. p. 185 hält παντ. ἀν. für Interpolation und übersetzt: Laternen mit Wänden von Blasen gemacht, = μόλγινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμουργός: -όν, ἴδε ἀμοργὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

-η, -ο μούργα
(για λάδι) χωρίς μούργα.
ο και -γιός αμέργω
1. δοχείο για το άρμεγμα, καρδάρα
2. εποχή του αρμέγματος τών προβάτων.

Russian (Dvoretsky)

ἀμουργός: v. l. = ἀμοργός.