ἀμόρα

From LSJ
Revision as of 21:25, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρα Medium diacritics: ἀμόρα Low diacritics: αμόρα Capitals: ΑΜΟΡΑ
Transliteration A: amóra Transliteration B: amora Transliteration C: amora Beta Code: a)mo/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A sweet cake, Philet. ap. Ath.14.646d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρα: ἡ, εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Φιλητ. 34, πρβλ. Ἀθήν. 646D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
pastel de miel Philet.Fr.36, LXX Ca.2.5, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμόρα, η (Α)
είδος γλυκίσματος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -β- και -γ- αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: αμορFα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sweet cake (Philet.); ἀμόρα σεμίδαλις ἑφθη σὺν μέλιτι H.
Derivatives: ἀμορίτης ἄρτος (LXX), aslo written ἀμορβίτης (Ath.) and ἀμοργίτας πλακουντας H., both = ἀμορϜίτης, with suffix -ιτης .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Original *ἀμόρϜα. Etymology unknown. Pre-Greek with -rʷ-a?