λάσται

From LSJ
Revision as of 03:12, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek (Liddell-Scott)

λάσται: «πόρναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάσται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι, λάσθη.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: πόρναι H.; s. λιλαίομαι.
Other forms: Shortened form λάστρις (EM 159,30).
Derivatives: Besides λάσταυρος κίναιδος' (Theopomp., AP ), ἡμι-λάσταυρος (Men.), hardly after κένταυ-ρος, cf. H.: κένταυροι ... καὶ οἱ παιδερασται(?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 383 connects λασιτός κίναιδος and λεσιτὸς πόρνη. The root λασ- is clearly Pre-Greek. (Therefor not to λιλαίομαι.)