νώγαλα

Revision as of 05:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

τά,

   A dainties, sweetmeats, eaten after dinner, dessert, like τρωγάλια, Antiph.65, Ephipp.24.

Greek (Liddell-Scott)

νώγᾰλα: τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς τὰ τρωγάλια, Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.

Greek Monolingual

νώγαλα, τὰ (Α)
ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγηκαλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: dainties, sweetmeats (Com. IVa)
Derivatives: νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) and νωγαλ-ίζω chew ν. (Com. IVa) with νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); also -εύω id. (Suid.) with -εύματα pl. id. (Com. V--IVa).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Word of popular language without etymology. After Grošelj Živa Ant. 1, 259 dissimilated from *λώγαλα, from λώγη. Older attempt in Bq.