λώγη
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek (Liddell-Scott)
λώγη: «καλάμη. καὶ συναγωγὴ σίτου» Ἡσύχ. - Κατὰ Ζωναρᾶν: «ἡ τῆς καλάμης ἀναλογή».
Greek Monolingual
λώγη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «καλάμη, καὶ συναγωγή σίτου».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «συναγωγή σίτου» και, κατ' επέκταση, με τη σημ. «καλάμη» ως «συλλογή αχύρου» συνδέεται με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λωγάω, ἐλώγη (= ἔλεγε, κατά τον Ησύχ.)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: καλάμη. καὶ συναγωγη σίτου H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: In the last meaning clearly to λέγω (on the formation Schwyzer 345; lengthened grade also in ἐλώγη ἔλεγεν H. with Dor. contraction from deverbative λωγάω); the interpretamentum καλάμη too can be understood when taken as a collective ('straw'). Whether λώεσσαν, λώλεσσαν (for λώγ-?) την ἅμαξαν as *'harvestwagon' belongs here (v. Blumenthal Hesychst. 25), is most uncertain.
Frisk Etymology German
λώγη: {lṓgē}
Meaning: καλάμη. καὶ συναγωγὴ σίτου H.
Etymology : In der letztgenannten Bed. offenbar zu λέγω (zur Bildung Schwyzer 345; Dehnstufe auch in ἐλώγη· ἔλεγεν H. mit dor. Kontraktion vom Deverbativum λωγάω); auch das Interpretamentum καλάμη läßt sich als Kollektiv aufgefaßt (’Stroh’) damit unschwer vereinigen. Ob λώεσσαν, λώλεσσαν (für λώγ-?)· τὴν ἅμαξαν als *’Erntewagen’ hierher gehört (v. Blumenthal Hesychst. 25), ist mehr als ungewiß.
Page 2,152