σέριφος

From LSJ
Revision as of 06:32, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, od. σέριφον, τό, eine Art ἀψίνθιον, Wermuth, auch θαλάσσιον genannt, Sp. Vgl. auch das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

σέρῑφος: ἡ, Διοσκ. 3. 27 (μετὰ διαφ. γραφ. σερίφιον, τό), ἢ σέρῑφον, τό, Διοσκ. (ἐν τῷ προοιμ.), Γαλην.· - εἶδος θαλασσίου ἀψινθίου, ὅπερ καλεῖται καὶ ἀψίνθιον θαλάσσιον, Artemisia maritima L. II. γραῦς σέριφος ἢ σερίφη, εἶδος ἀκρίδος = μάντις, τὸ δὲ ὄνομα τοῦτο εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἀγάμου γραίας (γεροντοκόρης), Ζηνόβ. 2. 94, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ή σερίφη, ἡ, Α
(κυρίως στη φρ.) «σέριφος [ή σερίφη] γραῡς»
α) είδος ακρίδας, η μάντις, κν. γνωστό σήμερα ως αλογάκι της Παναγίας
β) (σκωπτικά) γεροντοκόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέρφος.

Frisk Etymological English

See also: s. σέρφος