σμήρινθος

Revision as of 07:32, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ,= μήρινθος, Pl.Lg.644e.    II a bird, Hsch.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, = μήρινθος, Plat. Legg. I, 644 e.

Greek (Liddell-Scott)

σμήρινθος: ἡ, = μήρινθος, Πλάτ. Νόμ. 644Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνις ποιός».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. βλ. μήρινθος
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.

Russian (Dvoretsky)

σμήρινθος: v. l. μήρινθος ὁ нить (νεῦρα ἢ σμήρινθοι Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμήρινθος -ου, ἡ draad, touw.

Frisk Etymological English

See also: s. μηρύομαι.