ταυρόπρῳρος
From LSJ
Full diacritics: ταυρόπρῳρος | Medium diacritics: ταυρόπρῳρος | Low diacritics: ταυρόπρωρος | Capitals: ΤΑΥΡΟΠΡΩΡΟΣ |
Transliteration A: tauróprōiros | Transliteration B: tauroprōros | Transliteration C: tavroproros | Beta Code: tauro/prw|ros |
ον,
A having a bull on the prow, as figurehead, πλοῖον Sch.Lyc.1292.
-ον, Α
(για πλοίο) αυτός που ως διακόσμηση της πλώρης έχει ένα κεφάλι ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού-πρῳρος].