ζαφελής

From LSJ
Revision as of 16:58, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "" to "·")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφελής: -ές, ὁρμητικός, βίαιος, μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = πάνυ ἀφελής. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, ὅπερ ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο.

Greek Monolingual

ζαφελής, -ές (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής».
επίρρ...
ζαφελῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως.