άναυλος

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄναυλος, -ον (Α) αυλός
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.
(II)
-η, -ο ναύλος
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.