δευτερότοκος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté le second, puiné CHRYS 6.356.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον
segundogénitode un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM δευτερότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε δεύτερος, μετά τον πρωτότοκο.
(II)
δευτερότοκος, η (AM)
αυτή που γέννησε δεύτερη φορά.