ανάγυρος
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γύρος.
ΠΑΡ. αναγυρίδα].
(II)
ἀνάγυρος, ο (Α)
η Ανάγυρις.
(I)
-η, -ο
αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γύρος.
ΠΑΡ. αναγυρίδα].
(II)
ἀνάγυρος, ο (Α)
η Ανάγυρις.