άβολος
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
ἄβολος, -ον (Α)
1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του
2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βολή < βάλλω].
(II)
-η, -ο
1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο ακατάλληλος, ο δύσχρηστος
2. μτφ. δύσκολος, κακότροπος, ιδιότροπος, δυσκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βολή (= ευκολία)].