άβολος

From LSJ
Revision as of 12:47, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄβολος, -ον (Α)
1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του
2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + βολή < βάλλω].
(II)
-η, -ο
1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο ακατάλληλος, ο δύσχρηστος
2. μτφ. δύσκολος, κακότροπος, ιδιότροπος, δυσκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βολή (= ευκολία)].