ήρυγγος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
(I)
ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α)
φυτό με αγκαθωτά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ-γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος
εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι της ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι υστερογενής.
ΠΑΡ. αρχ. ηρύγγιν, ηρυγγίς, ηρυγγίτης].
(II)
ἤρυγγος, ό (Α)
το γένι του τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήρυγγος (Ι)].