θέρμα
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
θέρμᾰν, alternative nom. and acc. sg. forms for θέρμη, θέρμην, Men.Georg.51, Ar.Fr.690, dub. in Pl.Tht.178c (θερμά codd., but Tim.Lex. and Phryn. perh. read θέρμη). II pl. θέρματα, v. θρέμμα.
German (Pape)
[Seite 1201] τό, = θέρμη, Wärme, Men.; vgl. aber Lob. zu Phryn. p. 331.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμα: τό, = θέρμη, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Μένανδ. ἐν «Γεωργῷ» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66α.
Greek Monolingual
(I)
θέρμα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. του θέρμη. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν].
(II)
τα
θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (θερμά) του επιθ. θερμός με αναβιβασμό του τόνου].
Russian (Dvoretsky)
θέρμα: ατος τό Plat. = θέρμη.