τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
(I)
(Μ λυγῶ, -άω)
βλ. λυγίζω.
(II)
(λυγῶ, -όω (Α) λύγος
1. δένω κάτι στερεά, ενώνω σφιχτά
2. καταβάλλω, δαμάζω.